- μεστώ
- μεστόςfullmasc/neut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεστῷ — μεστός full masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Onciale 076 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 076 … Wikipédia en Français
Кодекс 076 — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 076 … Википедия
μέστωσις — μέστωσις, ἡ (Α) [μεστώ] 1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός 2. πλησμονή, αφθονία 3. μτφ. (στην κριτική τού λόγου) η πομπώδης λεκτική έκφραση, το παραγέμισμα, η επισώρευση λεπτομερειών … Dictionary of Greek
μεστώνω — (ΑM μεστῶ, όω) [μεστός] γεμίζω κάτι εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», Σοφ.) νεοελλ. 1. (για καρπούς) κάνω κάτι μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, τό κάνω να ωριμάσει, τό σχηματίζω πλήρως («ο ήλιος μέστωσε τα στάχια») 2. (για καρπούς) ωριμάζω, γίνομαι … Dictionary of Greek